οἰνοποιίας

οἰνοποιίας
οἰνοποιίᾱς , οἰνοποιία
wine-making
fem acc pl
οἰνοποιίᾱς , οἰνοποιία
wine-making
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • μάλαγα — (Malaga). Πόλη (531.565 κάτ. το 2000) της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.306 τ. χλμ., 1.287.017 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή της Ανδαλουσίας. Χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, διαρρέεται από Β προς Ν από τον ποταμό… …   Dictionary of Greek

  • μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρ — (Gard).Νομός (5.853 τ. χλμ., 623.125 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας. Το έδαφός του είναι ορεινό και το κλίμα του καθαρά μεσογειακό. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη δασοκομία και την εκτροφή βοοειδών. Καλλιεργούν επίσης δημητριακά στις… …   Dictionary of Greek

  • Δυρράχιο — I (αλβαν. Dürres). Πόλη (182.988 κάτ. το 2001) της Αλβανίας και πρωτεύουσα του νομού Δυρραχίου (827 τ. χλμ., 247.354 κάτ.). Είναι χτισμένη στα βόρεια του ομώνυμου κόλπου, στην Αδριατική θάλασσα. Απέχει 20 χλμ. από την πόλη των Τιράνων, της οποίας …   Dictionary of Greek

  • Ετσμιατζίν ή Βαγκαρσαπάτ — (EcmiadzinVargharsapat). Πόλη (65.900 κάτ. το 2002) της Αρμενίας, στην πεδιάδα του Αραράτ. To E. είναι βιομηχανική πόλη με εργοστάσια οινοποιίας, κονσερβοποιίας, οικοδομικών και πλαστικών υλικών, κ.ά. Στην πόλη υπάρχει αξιόλογο εθνογραφικό… …   Dictionary of Greek

  • Ευπατορία ή Γεβπατόρια — (EupatoriaYevpatoriya). Πόλη (106.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, στη χερσόνησο της Κριμαίας. Παραθαλάσσιο θέρετρο στη Μαύρη θάλασσα, η πόλη είναι ονομαστή για το κλίμα της. Διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις για αεροθεραπεία, θαλασσοθεραπεία,… …   Dictionary of Greek

  • Ζιρόντ — (Gironde). Νομός (10.000 τ. χλμ., 1.287.334 κάτ. το 1999) της νοτιοδυτικής Γαλλίας, με πρωτεύουσα το Μπορντό (βλ. λ.) Βρίσκεται κοντά στον Βισκαϊκό κόλπο, στη λεκάνη που σχηματίζουν οι ποταμοί Γαρούνας και Ντορντόν. Είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Λα Κορούνια — (La Coru). Πόλη (236.379 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (7.949 τ. χλμ., 1.096.027 κάτ. το 2001). Είναι xτισμένη στις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού και αποτελείται από έναν παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”